πρωτοτόκων

πρωτοτόκων
πρωτότοκος
bearing
masc/fem/neut gen pl
πρωτοτόκος
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βίβλος, Χρυσή — (Libro d’ Oro). Επίσημο βιβλίο πολλών, κυρίως αυτόνομων πόλεων της Ιταλίας· ουσιαστικά, ένας κατάλογος ονομάτων των ευγενών οικογενειών, στον οποίο τα ονόματα και τα επώνυμά τους ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα. Η X.Β. καθόριζε έτσι επίσημα τη… …   Dictionary of Greek

  • Δελφινάτο — (Dauphine).Ιστορική γεωγραφική περιοχή (19.600 τ. χλμ.) της νοτιοανατολικής Γαλλίας, στα σύνορα με την Ιταλία. Ορίζεται στα Δ και στα Β από τον ποταμό Ροδανό, στα Ν από τον ποταμό Ντιράνς και στα Α από την αλυσίδα των Άλπεων. Διαιρείται… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Λευί — Μία από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, η οποία δεν πήρε κλήρο στην κατακτημένη Χαναάν, αλλά διασκορπίστηκε σε όλη τη χώρα. Η φυλή Λ., η οποία έμεινε πιστή στον Θεό κατά το επεισόδιο του χρυσού μόσχου (Έξοδος, κβ’), καθιερώθηκε από τον Θεό στη θέση… …   Dictionary of Greek

  • Τζέφερσον, Τόμας — (Jefferson, Σάντουελ, Βιρτζίνια 1743 – Μουτιτσέλο, Βιρτζίνια 1826). Τρίτος πρόεδρος των ΗΠΑ. Γιος γαιοκτημόνων, σπούδασε νομικά και άσκησε με επιτυχία το δικηγορικό επάγγελμα, χωρίς όμως αυτό να τον απομακρύνει από τα πολιτιστικά ενδιαφέροντα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”